Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μια έντονη συζήτηση σχετικά με τη διαχείριση των κοινοτικών κεφαλαίων που θα λάβει η χώρα μας από το Ταμείο Ανάπτυξης της Κομισιόν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση που προέκυψε από την πανδημία της COVID-19.
Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι τα ζητήματα που προκύπτουν σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των συγκεκριμένων κονδυλίων. Αφενός μεν κατά πόσον θα μπορέσουν να αποτελέσουν την αφετηρία για την εις βάθος χρόνου μεταμόρφωση της χώρας και της οικονομίας και αφετέρου σε ποιους τομείς και επιχειρήσεις θα διατεθούν ούτως ώστε να μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία και να αποφευχθεί η πρόσκαιρη ανάπτυξη.
Χωρίς καμία αμφιβολία, η χώρα έχει ανάγκη από υγιείς επιχειρήσεις και ένα νέο, βιώσιμο μοντέλο, με εξωστρεφή προσανατολισμό, που θα ενσωματώνει την τεχνολογία και την καινοτομία. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη, να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας και να μπορέσει η Ελλάδα να διεκδικήσει μια αναβαθμισμένη και ανταγωνιστική θέση στη διεθνή και υψηλών απαιτήσεων αγορά.
Δεν αποτελεί είδηση ότι η ελληνική οικονομία υποφέρει από χρόνιες αγκυλώσεις που δεν βοηθούν την ανάπτυξη και διατηρούν την ανταγωνιστικότητα σε χαμηλό επίπεδο, ότι το μέγεθος των επιχειρήσεων είναι μικρό, ότι η ψηφιακή μετάβαση δεν έχει προχωρήσει και ότι χρειαζόμαστε ριζικές μεταρρυθμίσεις σε σχεδόν όλους τους τομείς.
Είδηση όμως αποτελεί το ενδιάμεσο πόρισμα για την ελληνική οικονομία της επιτροπής σοφών, που ηγείται ο νομπελίστας οικονομολόγος Χριστόφορος Πισσαρίδης και το οποίο έχει ήδη παραλάβει ο πρωθυπουργός. Το πόρισμα φαίνεται να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτή που επιβάλλει η Ε.Ε. για την επόμενη πενταετία, όπως τις επενδύσεις στην πράσινη οικονομία, τις υποδομές, την ενίσχυση της απασχόλησης, τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει χρόνος για πειράματα. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις πρέπει να προχωρήσουν άμεσα, γιατί οι χρόνιες αγκυλώσεις του ελληνικού κράτους σε συνδυασμό με το νέο περιβάλλον και την αβεβαιότητα που δημιούργησε ο κορωνοϊός έχουν πλήξει δραματικά την επιχειρηματική δραστηριότητα και ιδιαιτέρως κομβικούς τομείς της οικονομίας.
Αυτή η νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η πανδημία μάς έφερε αντιμέτωπους με τα δομικά προβλήματα και τις αδυναμίες που παρουσιάζει το παραγωγικό μας μοντέλο, το οποίο χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να ενδυναμωθεί περισσότερο, ώστε να εξασφαλίζει τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την προοπτική
της οικονομίας μας.
Θα πρέπει να στηριχθούν κλάδοι που παρουσιάζουν εξωστρέφεια, δημιουργούν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, μπορούν να καινοτομήσουν και να ενσωματώσουν την τεχνολογία στη δραστηριότητά τους. Ο κλάδος της μεταποίησης είναι ένας από αυτούς. Η Ελλάδα είχε παράδοση στον τομέα αυτό για χρόνια, πριν από τη συρρίκνωσή του, και νομίζω πως ήρθε η στιγμή η μεταποίηση να ξαναβρεί τη δυναμική της.
Ως επιχειρηματίας που δραστηριοποιούμαι στον κλάδο, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στη μεγέθυνση της οικονομίας και στην ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, μέσα από την παραγωγή περισσότερων εμπορεύσιμων προϊόντων, υψηλής προστιθέμενης αξίας, που θα ενισχύσουν τις ελληνικές εξαγωγές και μέσα από τη δημιουργία σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης.
Η μεταποίηση αποτελεί το 8% του ΑΕΠ, συνεισφέρει 30% στην απασχόληση –ο άμεσος αριθμός εργαζομένων είναι 300.000, αλλά συνολικά επηρεάζει 1,2 εκατ. εργαζομένους–, έχει τεράστια πολλαπλασιαστικά οφέλη στην ελληνική οικονομία –1 ευρώ στη μεταποίηση συνεισφέρει 3,5 ευρώ στην οικονομία της χώρας (ΙΟΒΕ)–, έχει πολύ έντονο το στοιχείο της καινοτομίας καθώς επενδύει σε έρευνα και ανάπτυξη τετραπλάσιο ποσό σε σχέση με τους άλλους κλάδους και το 80% των εξαγωγών της χώρας προέρχεται από τη μεταποίηση.
Παράλληλα, η μεταποίηση, και στην τελευταία οικονομική κρίση του 2008, απέδειξε ότι έχει αντοχές. Οι χώρες που είχαν ισχυρή βιομηχανία κατάφεραν να ανακάμψουν ταχύτερα. Ομως και στη χώρα μας την περίοδο αυτή, οι εξαγωγικές εταιρείες αποτέλεσαν τους πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Με τον συνεργάτη μου Στέφανο Μάνο ιδρύσαμε την εταιρεία μας, πριν από 15 χρόνια, μέσα στην οικονομική κρίση. Σε ένα ασταθές και προβληματικό περιβάλλον, χωρίς χρηματοδοτική στήριξη, με την Ελλάδα στο στόχαστρο εκείνο το διάστημα για τα μεγάλα ελλείμματα και με πολύ σκληρό ανταγωνισμό από διεθνείς εδραιωμένες εταιρείες, με μακροχρόνια δραστηριότητα.
Η υγιής επιχειρηματικότητα σε ένα τόσο δύσκολο και αβέβαιο περιβάλλον, χωρίς την απαραίτητη στήριξη, είναι άθλος. Αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Οι υγιείς επιχειρήσεις χρειάζονται τη στήριξη της πολιτείας για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Εκεί πρέπει να δοθεί έμφαση, σε υγιείς παραγωγικές μονάδες και καινοτόμους επιχειρήσεις, που καταφέρνουν να είναι ανταγωνιστικές στο
διεθνές περιβάλλον.
* Ο κ. Μάριος Στεργίου είναι συνιδρυτής της MVS.